ισοκλινής

ισοκλινής
-ές (Α ἰσοκλινής, -ές)
αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος
νεοελλ.
1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες συνδέουν όλους τους τόπους ή τα σημεία που έχουν την ίδια μαγνητική έγκλιση)
2. (τοπογρ.) αυτός που παρουσιάζει την ίδια κλίση εδάφους («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές που συνδέουν πάνω στο έδαφος νοητά ή πάνω σε τοπογραφικό χάρτη σημεία διαφορετικού υψομέτρου, που έχουν όμως την ίδια κλίση)
3. μαθ. χαρακτηρισμός που αναφέρεται στον γεωμετρικό τόπο τών σημείων στα οποία τα ολοκληρώματα μιας διαφορικής εξίσωσης πρώτης τάξης έχουν μια δεδομένη κλίση
4. γεωλ. χαρακτηρισμός μιας πτυχής στρωμάτων τής οποίας οι δύο πλευρές κλίνουν υπό ίσες γωνίες προς την ίδια κατεύθυνση και ανάλογα με τη θέση τού αξονικού επιπέδου μπορεί να είναι κατακόρυφες ή με κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ίσοκλινής< ἰσ(ο)-* + -κλινής (< κλίνω). Το νεοελλ. ισοκλινής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isocline < is- (πρβλ. ἰσ[ο]-) + -cline (πρβλ. -κλινής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοκλινής — evenly balanced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • isoclina — isoclina. (Del gr. ἰσοκλινής, de igual inclinación). f. Geogr. Línea que sobre un mapa une los puntos de la Tierra con igual inclinación magnética …   Enciclopedia Universal

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • ισόκλινος — η, ο ισοκλινής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό κλινος, πολύ κλινος] …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… …   Dictionary of Greek

  • isoclina — (Del gr. ἰσοκλινής, de igual inclinación). f. Geogr. Línea que sobre un mapa une los puntos de la Tierra con igual inclinación magnética …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”